ατόλη

ατόλη
mercan ada, atol

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπικίνι — Ατόλη στον Ειρηνικό ωκεανό, στο βόρειο άκρο του νησιωτικού συμπλέγματος Ράλικ, που αποτελεί τμήμα του αρχιπελάγους των Μάρσαλ, υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ. Αποτελείται από 36 μικροσκοπικούς νησιωτικούς σχηματισμούς κοραλλιογενούς προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μίντγουεϊ νησιά — (Midway Islands). Νησιά (6,2 τ. χλμ., 40 κάτ. το 2002) στην Ωκεανία, που αποτελούν αμερικανική κτήση. Τα ν.M. είναι μια κοραλλιογενής ατόλη που αποτελείται από δύο νησιά, τα Ίστερν και Σαντ, που περιβάλλονται από μια σειρά κοραλλιογενών σκοπέλων …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, νησιά — (Cook Islands). Αρχιπέλαγος (236,7 τ. χλμ., 17.800 κάτ. το 2002) του κεντρικού Ειρηνικού ωκεανού στην Πολυνησία με πλήρη αυτονομία και ελεύθερη σύνδεση με τη Νέα Ζηλανδία. Πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη είναι η Αβαρούα, στο νησί Ραροτόνγκα.… …   Dictionary of Greek

  • Μάρσαλ, Νησιά — Νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού ωκεανού, στο ευρύτερο νησιωτικό σύμπλεγμα της Μικρονησίας, στην Ωκεανία.Tα νησιά ανακαλύφθηκαν από τον Iσπανό Nτιέγκο δε Σααβέδρα, τον 16ο αι., ο οποίος τους έδωσε την ονομασία Λος Πιντάδος, από τη συνήθεια που… …   Dictionary of Greek

  • ατόλες — Νησιά με μορφή δακτυλίου που περικλείουν μια λιμνοθάλασσα, της οποίας η διάμετρος μπορεί να φτάσει τα 60 70 μ. Μεταξύ των σχηματισμών της γήινης επιφάνειας, που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής δράσης των κοραλλιών ή ανθοζώων, οι α. είναι οι πιο …   Dictionary of Greek

  • Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού — (British Indian Ocean Territory). Αρχιπέλαγος (220 τ. χλμ., περ. 1.500 κάτ.) του Ινδικού ωκεανού, ΒΑ του Μαυρικίου. Το Β.Ε. του Ι.Ω. αποτελεί βρετανική αποικία από τις 10 Νοεμβρίου 1965, αν και σήμερα αποτελεί αμφισβητούμενο έδαφος (με αξιώσεις… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”